ἀλόγιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλόγιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλόγιˬαστος ἐπίθ. Ἤπ. Σίφν. –ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 147 –Λεξ. Βλαστ. ἀλόγιˬαστους Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. λογιˬαστὸς<λογιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος Θεσσ. Σίφν. –ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾿ἀν.: Ἄς εἶμαι ἕνας τοῦ δρόμου γυριστὴς ἐγώ, ἄς μ͜οιάζω καὶ κακός,... ἄς εἶναι καὶ τὸ βάδισμά μου ἀλόγιˬαστο ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾿ἀν. Συνών. ἀλόγιστος 1, ἄμυˬαλος, ἀνόητος. Πβ. ἀγάθας. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑπολογισθῇ, ἀναρίθμητος Ἤπ.: Ἀλόγιˬαστα πλούτη. || ᾎσμ. Ηὖρα κοπάδιˬα ἀλόγιˬαστα, βοϊδάλογα –ν- ἀγέλες. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α1β, ἀμέτρητος, ἀναρίθμητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA