ἀλογοκάρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοκάρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογοκάρφι τό, Πελοπν. (Κορινθ.)ἀλουγουκάρφ᾿Μακεδ. (Γκριντ. Καταφύγ.)᾿ λαγουκάρφ᾿Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ καρφί.
Σημασιολογία
Τὸ πρὸς πετάλωμα τῶν ἵππων καρφίον, ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλων ζῴων. Συνών. πεταλοκάρφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA