ἀλογόκουκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογόκουκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀλογόκουκος ὁ, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ κοῦκος.

Σημασιολογία

Τὸ ἀποδημητικὸν πνηνὸν νεόφρων ὁ περκνόπτερος (neophron percnopterus)τοῦ γένους τῶν γυπῶν (gypaceae)τῆς τάξεως τῶν ἁρπακτικῶν (rapaces) , γὺψ μικρὸς λευκόχρους, τὸν ὁποῖον καβαλλικεύει κατὰ τὴν λαϊκὴν παράδοσιν ὁ κοῦκος. Συνών. ἀσπροαππάρης, τσιροπινᾶς, τυροκόμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/