ἀλογονικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογονικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογονικὸ τό, Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πληθ. ἀλογονικὰ ἐκ συνθέσεως τοῦ ἄλογα καὶ ὀνικὰ πληθ. τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ ὀνικὸν.
Σημασιολογία
Ἵππος (ἡ λ. κατὰ πληθ. ἀλογονικὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς ἵππους καὶ ὄνους μαζί, ὡς τὸ ἀλογομούλαρα ἵππους καὶ ἡμιόνους,κατόπιν δὲ λησμονηθείσης τῆς σημ. τοῦ β᾿συνθετ. ἐλέχθη μόνον ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ ἵππου καθ᾿ ἑνικ.) : ᾎσμ. Π͜οιὸς μαῦρος ἀπ᾿τοὺς μαύρους μου κιˬ ἀπ᾿ τ᾿ ἀλογονικά μου θὰ πάῃ ἀπόψε ᾿ς τὴ Σουριˬά, θὰ πάῃ καὶ θὰ γυρίσῃ ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA