ἀλογοφάγισσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλογοφάγισσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλογοφάγισσα ἡ, Κορ. Ἄτ. 4,9 καὶ 17 –Λεξ. Αἰν. ἀλογοφάισα Τῆν. Χίος –Λεξ. Βλαστ. ἀλ᾿ γουφάισσα Τῆν. ἀλεοφάισσα Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλογοφαγᾶς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ισσα.

Σημασιολογία

1) Ἡρωὶς παραμυθίου τρώγουσα ἵππους Τῆν.: Εἶπεν ἡ μάγισσα ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ γένῃ ἀλογοφάισσα. Ἤτανε μωρουδάκι καὶ κάθε βράδυ ἐχάνετο ἕνα ἄλογο...Πηγαίν᾿ὁ μικρὸς (ἐνν. υἱὸς)καὶ βλέπ᾿τὴ μικρὴ ἀδερφή του καὶ πηγαίνει καὶ τρώγει τὸ καλύτερο ἄλογο (ἐκ παραμυθ.)2) Γυνὴ ἔχουσα χαρακτῆρα καὶ ἦθος ἀνδρὸς ἀγριοτρόπου Κορ. ἔνθ᾿ἀν. β) Γυνὴ ἀναιδὴς καὶ ἄσεμνος Χίος –Κορ. ἔνθ᾿ἀν. –Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Συνών. βρόμα, βρομογυναῖκα, παλ͜αιογυναῖκα, παστρικ͜ειὰ (ἰδ. παστρικός) , πατσαβούρα. 3) Γυνὴ πλεονέκτις, ἅρπαξ Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/