ἁλοσάχνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλοσάχνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλοσάχνη ἡ, Κέα κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ. ἁλουσάχ᾿Κυδων. ἁλισάχνη Ἄνδρ. Κρήτ. Πόντ. (Σινώπ.)Χίος ἁλισάχ᾿Θρᾴκ. (Αἶν.)ἁλισάχι᾿Κυδων. ἁλ᾿ σάχ᾿Λέσβ. ἁλισάγνη Εὔβ. (Κάρυστ.)ἁλιτσάχνη Κρήτ. ἁλτσάχι᾿Ἴμβρ. ἁλασάχνη Πόντ. (Σινώπ.) ᾿᾿ σάχι᾿ Λέσβ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἁλοσάχνη=ζωόφυτόν τι. Ὁ τύπ. ἁλισάχνη κατὰ τὰ ἐκ τοῦ ἀλι-ἀρχόμενα. Ἰδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,245. Τὸ ἁλασάχνη κατ᾿ἀφομ. ἐξακολουθητικήν.
Σημασιολογία
1) Τὸ λεπτότατον ἅλας, τὸ ὁποῖον μένει ἐπὶ τῶν κοιλωμάτων τῶν βράχων τῆς παραλίας μετὰ τὴν ἐξάτμισιν τοῦ θαλασσίου ὕδατος Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.)Κέα Κυδων. Κρήτ. Λέσβ. Πόντ. (Σινώπ.)Χίος κ.ἀ. : -Λεξ. Περίδ. Ἁλισάχνη εἶναι τὸ φαεῖ (ὑπερμέτρως ἁλμυρὸν)Κρήτ. Ἁλμυρὸ ᾿ λ᾿ σάχιν᾿(ἐπὶ φαγητοῦ ἁλμυροῦ)Λέσβ. Συνών. ἁλατάρμη 2, ἁλυκή, ἁλυκιˬά, ἀφρίτης. β) Ἡ ἄχνη τοῦ ἅλατος ἡ μένουσα ἐπὶ τοῦ προσώπου μετὰ τὸ κολύμβημα Χίος Ἴμβρ. 2) Τὸ λεπτόν, τὸ τετριμμένον ἅλας Θρᾴκ. (Αἶν.)Πόντ. (Σινώπ.)κ.ἀ. : ᾿ Πικόκκισε τὸ φαεῖ μὶ λίο ἁλισάχνη (᾿ πικόκκισε=ἐπικόκκισε)Σινώπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA