ἀλουλούδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλουλούδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλουλούδιστος ἐπίθ. ΣΖαμπελ. ᾎσμ. δημοτ. 698 –Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λουλουδιστὸς < λουλουδίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνευ ἀνθέων ἔνθ᾿ἀν. : ᾎσμ. Κλάψε με, κλέφτη, κλάψε με, φέρε καὶ τοὺς δικούς σου ᾿ς τὸ χῶμα τ᾿ἀλουλούδιστο, ᾿ς τὸ μαῦρο μου τὸ μνῆμα Σζαμπέλ. ἔνθ᾿ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/