ἀλούφαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλούφαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλούφαχτος ἐπίθ. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἀλούφατος Λεξ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λουφαχτὸς <λουφάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σιγήσας, ἀκαθησυχάστος, ἀκαταπράυντος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/