ἀλτάνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλτάνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλτάνα ἡ, Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.)Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.)Σῦρ. –ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,122 –Λεξ. Βλαστ. ἀλιτάνα Θήρ. Κάσ. Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. Σίκιν. ἀλετάνα Κάρπ. ἀρτάνα Ἀστυπ. Ζάκ. Κάλυμν. Κεφαλλ. Κῶς Λέρ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος –Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἰταλ. altana. Ἡ λ. ὡς καὶ ὁ τύπ. ἀρτάνα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Εἶδος ἡλιακοῦ, ἐξώστου, χρησιμεύοντος ὡς ἀνθοκομεῖον Κρήτ. Νάξ. 2) Κηπάριον παρὰ τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας περιφραγμένον διὰ τοιχίσκων πρὸς ἀνθοκομίαν χρήσιμον Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.)Κάρπ. Κάσ. Πελοπν. Σίκιν. Σῦρ. Τῆλ. -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. : Οἱ βασιλικοὶ μὲ τοὺς χιλιοχρώματους μενεξέδες, ποῦ στόλιζανιˬὰ τὲς ἀλτάνες καὶ τὰ πεζούλλιˬα της, ἐμοσχοβόλιζαν τὸν ἀέρα ΚΚρυστάλλ.|| ᾎσμ. Καὶ κόβγει μῆλο τῆς φιλιˬᾶς, κυώνι τῆς ἀάπης, καὶ κόβγει κιτροβάρσαμον ἀποὺ τὴν ἀλετάναν Κάρπ. Βασιλικὲ πλατύφυλλε κιˬ ἀπὸ τὴν ἀλιτάνα, θαρῶ πῶς δὲ σὲ γέννησε ᾿ς τὸν κόσμο ἄλλη μάννα (πρὸς νέαν ἀγαπωμένην)Κάσ. Περιβόλι μ᾿ οὐργουμένου, | μαργαριταρουσπαρμένου, ἔχεις γύρου γύρου ἀλτάνις | καὶ ᾿ς τὴ μέση μαντζουράνις Αἶν. β) Πρασιὰ Πελοπν. (Οἰν.)3) Κατασκεύασμα ἐκ πλακῶν ἤ σανίδων ὅμοιον πρὸς κιβώτιον ἀνοικτὸν κατὰ τὴν μίαν πλευρὰν καὶ προσηρτημένον ἔξωθεν τῶν παραθύρων τῆς οἰκίας χρήσιμον πρὸς φυτείαν ἀνθέων Χίος. 4) Δοχεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον φυτεύουν ἄνθη Ζάκ. Κεφαλλ. Κῶς. Συνών. γλάστρα. 5) Πληθ. ἀρτάνες, ἐν τῇ παιδιᾷ πετροχάλικο ὁ τρόπος, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ παίκτης ρίπτει τὸ ἓν λιθάριον ὑψηλά, ἀφίνει ἐν τῷ μεταξὺ τὰ τέσσαρα κάτω καὶ συλλαμβάνει τὸ πῖπτον, ἔπειτα δὲ πάλιν ρίπτει αὐτὸ ὑψηλὰ καὶ λαμβάνει τὰ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους προσπαθῶν συγχρόνως νὰ συλλάβῃ τὸ πῖπτον Κεφαλλ. Συνών. τέσσερα (ἰδ. τέσσερεις) . Ἡ λ. ὡς κύριον ὄν. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA