ἄλτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄλτσα ἡ, Ἀθῆν. Θεσσ. κ.ἀἄλσα. Μύκ. κ.ἀ ἀλτσι̮ὰ Θεσσ. ἀλτσᾶς ὁ, Λεξ. Βερ.3
Ετυμολογία
Ἐκ του Ἰταλ. alzo. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τεμάχιον δέρματος ἢ ξύλου ἐπιτιθέμενον εἰς τὸ ψίδι τοῦ καλαποδιοῦ, ἂν τοῦτο εἶναι λεπτότερον τοῦ ληφθέντος μέτρου Ἀθῆν. Θεσσ. Μύκ. 2)Πεταλοειδὲς σίδηρον ὐπὸ τὰς πτέρνας τῶν ὑποδημάτων Θεσσ. –Λεξ. Βερ. 3
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA