ἁλυκάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυκάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁλυκάρις ὁ, ἀμάρτ. ἁ΄κάρ΄ς Σάμ. Στερελλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλυκὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρις.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ἁλυκήν, ἁλατοπηγὸς Στερελλ.2)Ὁ διευθυντὴς τῶν ἁλυκῶν Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλυκάρις Χίος (καὶ ἐν ἐγγράφω τοῦ 1676)Ἁλυκαρία Α. Ρουμελ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/