ἁλύσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλύσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁλύσι τό, Ἤπ.— Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ. ἁλύι Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.)ἁλύσ΄ Στερελλ.(Αἰτωλ.) ‘λύσι Ἤπ. ‘λύσ΄ Στερελλ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἁλύσιον.

Σημασιολογία

1)Ἅλυσι 1, ὅ ἰδ., Ἥπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)— Λεξ. Βλαστ.: Τοὺ μ΄λάρ΄ἔχ΄τ΄ἁλύσ̮ια κριμασμένα κάτ΄Αἰτωλ. Ἕνα σουρὸ ἁλύσ̮ια θέλ΄ς νὰ τοὺ δέ΄ς τοὺ σ΄λλὶ αὐτόθ. 2) Πληθ.,ἁλύσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται τὸ περιδέραιον Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) : ᾎσμ. Τὸ γι̮ορντάνι μὲ τ΄ἁλύι̮α, | τὴ κυρὰ νὰ πι̮άνη λύσσα (σκωπτικόν) . 3)Πληθ., πέντε ἢ ἕξ, ἐνίοτε δὲ καὶ περισσὸτεραι ἀργυραῖἁλύσεις, αἱ ὁποῖαι ἐξαρτώμεναι ἀπὸ τὴν ἀργυρᾶν πόρπην τῆς γυναικείας ζώνης κατέρχονται πρὸς τὰ κάτω καὶ κατόπιν καμπυλούμεναι πρὸς τὰ ἄνω δεξιὰ συγκεντρώνονται εἰς ἀργυρᾶν πόρπην Στερελλ. (Αἰτωλ.)— Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Πβ. ἀσημοζώναρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/