ἁλυσίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλυσίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλυσίδα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.)ἁ΄σίδα βόρ. ἰδώμ. ἁλ΄σίδα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)Καππ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)ἁλτσίδα Θεσσ. Θρᾁκ.(Ἀδριανούπ.)Μακεδ. (Βελβ. Σίτοβ.)ἁλεσίδα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)Μεγίστ. Νίσυρ. Πόντ. Ρόδ. ἁλείδα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)ἁλυσία Κύπρ.(καὶ ἁλυσίδα)‘λυίδα Ίων. (Ἐρυθρ.)‘λυσίδα Χίος (Ὄλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁλυσίδι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1)Ἅλυσις κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) : Ἁλυσίδα χοντρὴ-ψιλὴ-τοῦ καραβιοῦ-τοῦ μύλου –της καμπάνας-τοῦ ρολογιοῦ-τοῦ λαιμοῦ κττ. κοιν. Ὅσον βάχος εἶσεν ἡ χάλασσα, τόσες ὀρκυ͜ιὲς ἦταν ἡ ἁλυσία (ἐκ παραμυθ. βάχος=βάθος)Κύπρ. || Φρ. Εἶναι γι̮ὰ τοὶς ἁλυσίδες (ἐπὶ τοῦ παράφρονος. Συνών. φρ. εἶναι γι̮ὰ τὸν ἅλτσο (ἰδ. ἅλυσος) , εἷναι γι̮ὰ τὰ σίδερα, εἶναι γι̮ὰ δέσιμο)κοιν. Καὶ μὲ ἁλυσίδες δὲν κρατε͜ιέται (ἐπὶ τοῦ παραφόρου καὶ ὁρμητικοῦ)Λεξ. Βλαστ. Βάζω’ς τοὶς ἁλυσίδες (φυλακίζω)Λεξ. Βλαστ. || ᾎσμ. Δένουν τὰ ποδαράκια του μ΄ἐννεὰ ὀργυ͜ιὲς ΄λυσίδα Ἐρυθρ. Φορέσαν τηνε τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ μαργαριτάρι̮α, πῆγαν την καὶ τὴν ἔδεσαν μὲ τὴν χρυσῆν ἁλ’ίδα Καππ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅλυσι 1. 2)Πληθ., τὰ κυκλι̮ὰ τοῦ νήματος, ὅταν τοῦτο ἑτοιμάζεται καὶ τοποθετῆται εἰς τὴν σβάρναν Μέγαρ. Πβ. ἁλυσίδι 3, 4 καὶ 5. 3)Σχοινίον πλεκτὸν διαχωρίζον ζεῦγος βοῶν εἰς τὰς γεωργικὰς ἐργασίας Κρήτ. 4)Εἶδος παιδιᾶς Ἰων (Ἐρυθρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀθῆν. Λέσβ. (Μυτιλήν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA