ἁλυσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁλυσίδι τό, ἁλυσίδιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.)ἁλυσίιν Κύπρ. ἀλυσίδι κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.)ἁλυσίι Κάρπ. α’ σίδ΄Μακεδ. (Χαλκιδ.)ἁλεσίδινΠόντ. (Κερασ.)ἁλεσίδι Μεγίστ. Νίσυρ. ἁλεσίδ΄Πόντ. (Τραπ.)‘λυσίδι Εὔβ. Καππ. Μέγαρ Πελοπν. (Βούρβουρ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)᾿’ ίδ΄Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἁλυσίδιν. Ὁ τύπ. ἁλεσίδι καὶ ἐν ἐγγράφω Νισύρ. τοῦ 1747

Σημασιολογία

1)Ἅλυσις κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) : Eἶναι δεμένος μὲ τ΄ἁλυσίδι̮α σύνηθ. Ἔδεσαν τὸν κλέφτεν μὲ τ΄ἁλεσίδ Τραπ || Φρ. Κάνω-βάζω ἁλυσίδι τὰ βούγια καὶ ἁλωνίζω (συνδέω διὰ σχοινίου τοὺς βοῦς, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ποδῶν θὰ τρίβουν τὰ στάχυα. Πβ ἁλυσιδιάζω 3)Κρήτ. Δράκως μὲ τ΄ἁλεσίδ (ἐπὶ ρωμαλέου ἀνδρὸς)Τραπ. ||ᾌσμ. Πι̮άστε τι̮ ἀξαγκωνιάστε με τρεῖς δίπλες τ΄ἁλυσίδιν ταὶ ράψετε τ΄ἀμ-μάδκι̮α μου τρεῖς δίπλες τὸ ραφίδιν Κύπρ. Καὶ ράβγει του τὰ μ-μάτι̮α του τρεῖς σόρτες τὰ προυσούμι̮α καὶ δὲν-νει του τὰ χὲρι̮α του τρεῖς βόρτες τ΄ἁλεσίδια Νίσυρ. Τώρα σείζω τὰ έρ μου καὶ κόφτω τ΄ἁλεσίδ Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν.λ. ἅλυσι 1. 2)Χρυσοῦν ἁλυσοειδὲς κόσμημα τοῦ λαιμοῦ, περιδέραιον Θρᾁκ.Ἰων (Κρήν.)Κάρπ. 3)Τεσσαράκοντα κυκλι̮ά, ἤτοι κύκλοι νήματος Μέγαρ. Πβ. ἀγκῶνας 4, ἁλύσιδα 2, κούκλα, σκουλλί. 4)Ἡ τελευταία ὑποδιαίρεσις τῆς τολύπης τοῦ νήματοςτῆς λεγομένης κούκλας ἔχουσα περὶ τὰ πεντήκοντα νήματα εἰς κύκλους Μακεδ. (Χαλκιδ.)Πβ. δεκάδι. 5)Οἱ κύκλοι ἐν γένει τοῦ νήματος πολλαχ. Συνών. βροχίδι. 6)Ἡ τολύπη, ἡ ὁποία στριβομένη ὀλίγον διὰ τῆς ἀτράκτου περιελίσσεται εἰς τὸν πῆχυν τῆς χειρὸς καὶ ἔπειτα γνέθεται Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/