ἁλυσιδοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλυσιδοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλυσιδοπούλλα ἡ, ἀμάρτ. ἁ’ σ’ δουπούλλα Ἤπ. (Χουλιαρ.)ἁ΄σ΄δόπ΄λλου τό, Ἤπ. (Χουλιαρ.)ἁ’ σ΄δουπού΄ Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἁλυσίδα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –πούλλα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. Τὸ ἁ΄σ’ δόπ΄λλου καὶ ἁ΄σ΄δουπού ἐκ τῶν ἀμαρτ. τύπ. ἁλυσιδόπουλλο καὶ ἁλυσιδοπούλλι.
Σημασιολογία
Μικρὰ ἅλυσις. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁλυσιδάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA