ἁλυσιδώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσιδώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁλυσιδώνω Ἀπουλ. (Καλημ.)Ἤπ. Κρήτ. — Λεξ. Δεέκ Περίδ. Βυζ. Μ Έγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἁλυσιδῶ Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Δένω τινὰ δι΄ἁλύσεως ἔνθ΄ἀν. 2)Συνδέω, συζευγνύω τοὺς βοῦς πρὸς ἁλώνισμα Κρήτ. Πβ. ἁλυσιδι̮άζω, ἁλυσοδένω, ἁλυσώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/