ἁλυσώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλυσώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλυσώνω Λεξ. Βλαστ. Μετοχ. ἁλυσωμένος Κύπρ. Πελοπν. κ.ἀ. –ΔΣολωμ. 5 ‘λυσουμένους Μακεδ. (Σίτοβ.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅλυσι.

Σημασιολογία

Δένω μὲ ἅλυσιν ἔνθ΄ ἀν.: ᾌσμ. Ἕνα καράβι ξέβγαινε ἀπομέσα ἀπὸ τὴν Πόλι καὶ παίρνει σκλάβους ἑκατὸν ὅλους ἁλυσωμένους Πελοπν. Πι̮άνει –ν-τὰ λάφι̮α ζουντανά, τ΄ ἀρκούδι̮α ΄λυσουμένα Σίτοβ. — Ποίημ. Μ΄ὅλον ποῦ ναι ἁλυσωμένο | τὸ καθένα τεχνικὰ καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο | ἔχει «ψεὺτρα ἐλευθερι̮ὰ» ΔΣολωμ. ἔνθ. άν. Πβ. ἁλυσιδι̮άζω, ἁλυσιδώνω, ἁλυσοδένω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/