ἄλυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄλυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄλυτος ἐπίθ. σύνηθ. καί Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)ἄλ’τους βόρ ἰδιώμ. ἄλυτε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπιθ. ἄλυτος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ λυόμενος, ἐπὶ δεσμοῦ ἢ κόμβου Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)Τσακων. κ.ἀ.:Ἄλυτον κορδύλ΄(ἅμμα, κόμβος)Χαλδ. β)Ὁ μὴ ἐξακριβωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐξακριβωθῆ διὰ μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν, ἐπὶ μαθηματικοῦ προβλήματος ἐν τῆ σχολικῇ γλώσςῃ σύνηθ.: Πρόβλημα ἄλυτο. 2) Ὁ μὴ διαλυόμενος εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἅλατος, ζαχάρεως κττ Πόντ (Τραπ. κ.ἀ) : Ἅλας ἄλυτον. 3) Ὁ μὴ διαλυόμενος διὰ τῆς θερμότητος, ἄτηκτος, ἐπὶ βουτύρου, πάγου κττ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) : Tὸν ἐβκάλασιν ἄλυτον (τὸν ἐξέθαψαν μήπω διαλυθέντα)Κύπρ. Ἆ, ποῦ νὰ μείνῃς ἄλυτος! (ἀρὰ)Κύπρ. Ἀνάθεμα νὰ ‘χῃ ἡ ψυχή τση, ἄλυτη νὰ τὴν βγάλουνε! (ἀρὰ)Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Ἄλυτος ν΄ἀπομέν ὁ κύρι σ΄! (ὁ πατήρ σου!) Τραπ. Ἄλυτος καὶ παράλυτος ν΄ἀπομείνης! Κρήτ. || ᾎσμ. Ὅγο͜ιος γυρίση τσαὶ σὲ ‘δῇ τσαὶ βγάλη σε μεψάδι, ἄλυτος τσ’ ἀκατάλυτος νὰ κατάῇ ‘ς τὸν ᾌδη (μεψάδι=ψεγάδι, μορφὴ)Μεγίστ. Συνών. ἀδέξιος (ΙΙ)1, ἀκατάλυτος 2, ἀκέρα͜ιος 1 γ, ἄλε͜ιωτος 1 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA