ἀλυχτένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλυχτένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλυχτένω ἀμάρτ. ἀ’χτένου Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀλυχτῶ. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς –έν ω ρήματα.
Σημασιολογία
Ὑλακτῶ: Ν’ ἀλ’χτύν’ς κὶ νὰ βγῇ ἡ ψ’χή σ’! (να ὑποφέρῃς πολὺ κατὰ τὸν θάνατόν σου! Ἀρά) . Πβ. ἀλυχτομανῶ, ἀλυχτῶ, γαβγίζω, ὑλάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA