ἀλύχτημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλύχτημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλύχτημα το, Πελοπν. (Βασαρ.)— Ακαρκαβίτς. Ζητιᾶν. 182 Γβλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 122 — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀλύχτ’μα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ. ἀ.)ἀλύχτισμα Κεφαλλ. — Λεξ. Βλαστ. ἀλύχτ’σμα Ἤπ. Θρᾁκ. (Αἶν. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλυχτῶ. Ὁ τύπ. ἀλύχτισμα κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -΄ιζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

Ὑλακή κυνὸς ἔνθ’ἀν.: Τὰ σκυλλι̮ὰ… ἔγρουζαν ἀδιάκοπα ρίχνοντας ἀπ’ὥρα ‘ς ὥρα κ’ἕν’ἀλύχτημα σὰν ξαφνι̮ασμένα Ακαρκαβίτς. ἔνθ’ἀν. Γέλασε ἡ γρα͜ιὰ μὲ γέλι̮ο σὰν ἀλύχτημα Γβλαχογιάνν. ἄνθ’ἀν. Συνών. ἀλυχτησι̮ά, ἀλυχτι̮ά, γάβγισμα. Πβ. ἀλυχτομανητό, ἀλυχτομανι̮ό, ἀλυχτούρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/