ἀλυχτι̮ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλυχτι̮ὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλυχτι̮ὰ ἡ, Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλυχτῶ.

Σημασιολογία

Ὑλακή κυνὸς ἔνθ΄ἀν.:Ἄκ΄σα μι̮ὰ ἀλυχτι̮ὰ ἀποὺ σ΄λλὶ Θεσσ. Συνών. ἀλύχτημα, ἀλυχτησι̮ά, γάβγισμα. Πβ. ἀλυχτομανητό, ἀλυχτομανι̮ό, ἀλυχτούρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/