ἀλυχτομανι̮ὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλυχτομανι̮ὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλυχτομανι̮ὸ τό, Κεφαλλ. — Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλυχτομανῶ ὑποχωρητικῶς κατὰ τὰ εἰς -ι̮ὸ οὐσ. τὰ δηλοῦντα πλησμονήν. Πβ. γυναικομανι̮ό, λαδομανι̮ό, σταφιδομανι̮ὸ κττ.

Σημασιολογία

Ἀλυχτομανητό, ὅ ἰδ.: Ἀπόψε δὲ bόρεσα νὰ κοιμηθῶ ἀπὸτ΄ἀλυχτομανι̮ὸ τοῦ σκύλλωνε Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/