ἀλφάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλφάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλφάδι τό, ἀλφάδιν Λυκ. (Λιβύσσ.)Πόντ. (Οἰν.)ἀλφάδι σύνηθ. ἀλφάδ΄Θεσσ. (Ζαγορ.)Θρᾁκ. (Αἷν.)Μακεδ. (Χαλκιδ.)Σάμ. ἀλιφάδι Ἄνδρ. Κύθηρ. ἀρφάδι Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἀλφάβι Ναύστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄλφα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τεκτονικὸν ἐργαλεῖον ἔχον σχῆμα ὅμοιον πρὸς τὸ Α, διὰ τοῦ ὁποίου καθορίζεται ἡ ὁριζοντία ἐπιφάνεια πράγματος τινος, ὡς τραπέζης, σφαιριστηρίου, σανίδος, τοίχου κττ., γνώμων, στάθμη ἔνθ’ἀν.: Ἡ κάτω μυλωνόπετρα ζυγι̮άζει μὲ τὸ ἀλφάδι καὶ ἡ ἀπάνω ζυγι̮άζει ΄ς τὴ χελιδονι̮ὰ Ἄθ. || ᾎσμ. Ἄλλος τὸ μίστρον ἔπιανε κι ἄλλος κρεμᾶ τ΄ἀρφάδι Ρόδ. Συνών ἀλφάρι, ἀλφεάς. Πβ. γωνιά, νεράλφαδο

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/