ἁλωναρι̮άζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλωναρι̮άζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁλωναρι̮άζομαι Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἁλωνάρις, δι’ ὃ ἰδ. ἁλωνάρις.
Σημασιολογία
Πάσχω ἐξ ἡλιάσεως κατὰ τὸν μῆνα Ἁλωνάριν, ἤτοι τὸν Ἰούλιον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA