ἁλωνεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλωνεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁλωνεύω πολλαχ. ἁλωνεύγω Ἄνδρ. Θήρ. Κάλυμν. Κίμωλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.)Πάρ. Σέριφ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀουνεύγω Νάξ. (Φιλότ.)ἁνωλεύγω Σίφν. ἁλωνεύκω Κύπρ. ‘λωνεύκω Κύπρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἁλωνεύομαι=ἐργάζομαι ἐν τῷ ἁλωνίῳ.

Σημασιολογία

1)Τρίβων ἐν τῲ ἁλωνίῳ τὰ σιτηρά, σῖτον, κριθὴν κττ. διὰ τῶν ποδῶν τῶν ἐλαυνομένων ἵππων ἢ τυκάνης συρομένης ὑπὸ βοῶν ἢ ἵππων ἀποχωρίζω τὸν καρπὸν ἀπὸ τῶν σταχύων μεταβαλλομένων εἰς ἄχυρα ἔνθ΄ἀν.: Ἁλωνεύκω τὸ κριθάρι – τὸ σιτάρι πολλαχ. Ἀλωνεύκω τ΄ἀγκάλια Κύπρ. || Φρ. Ἁλωνεύκεται ἡ φτώχε͜ια ΄πάνω του (ἐπὶ τοῦ ὑπερβολικῶς πτωχοῦ, τοῦ ὁποίου τὰ ρακώδη ἐνδύματα παρομοιάζονται πρὸς τοὺς ἁλωνισμένους στάχυς)Κύπρ. || Παροιμ. Μὲ τσοὶ χοίρους ἀλωνεύγεις, | εἶdα διάφορ΄ἀνημένεις! (ποῖον κέρδος προσδοκᾷς, ὅταν ἁλωνίζῃς μὲ τοὺς χοίρους! Ἐπὶ τοῦ μεταχειριζομένου μέσα ἀκατάλληλα πρὸς τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν)Κρήτ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Νὰ σπεὶρῃ καὶ τὴ θάλασσα σιτάρι καὶ κλιτάρι, νὰ βάλῃ καὶ τ΄ἁλώνι του ἀνάμεσα πελάγου, νὰ στείλῃ καὶ τοὶς μαύρους του νὰ πάν νὰ τ΄ἁλωνέψουν ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,600 2)Περιφέρομαι, περιστρέφομαι περί τι (διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἀλοάω== περιάγω ἐν κύκλῳ)Νάξ. Πβ. ἁλωνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/