ἁλώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁλώνι τό, ἁλώνιν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)ἁλώνι κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)Πόντ. (Οἰν.)ἁλώ΄βόρ. ἰδιώμ. ἁλών΄Καππ. (Ἀνακ.)Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἁώνιν Πόντ. (Κολων.)ἁώνι Πόντ. (Κολων.)ἁουώνι Νάξ. (Φιλότ.)ἁβγώνι Πόντ. (Νικόπ.)ἁγώνι Καππ ὤνι Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἁλώνιον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Οἱ φθόγγ. γ. καὶ β γ ἐν τοῖς τύπ. ἁγώνι καὶ ἁβγώνι ἀνεπτύχθησαν μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ. Διὰ τὸν τύπ. ἁβγώνι πβ. καὶ ἄλογο-ἄβγο.
Σημασιολογία
1)Χῶρος κυκλικός, ὁμαλὸς καὶ μὲ ἔδαφος συμᾶγες, εἰς τὸν ὁποῖον ἁλωνίζονται τὰ σιτηρά, σῖτος, κριθῆ, σίκαλις κτλ. πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ καρποῦ ἀπὸ τῶν σταχύων κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.)Καππ. (Ἀνακ. Φάρασ. κ.ἀ.)Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Pίχνω τὰ στάχυ̮α ΄ςτ΄ ἁλώνι πολλαχ. Κλώθω τ΄ ἁλών’(ἀντιστρέφω τὰ ἁλωνιζόμενα σιτηρὰ διὰ νὰ ἁλωνισθοῦν καὶ οἱ πρὸς τὸ ἔδαφος μένοντες ἀκέραιοι στάχυς)Χαλδ.|| Φρ. Τά ‘καμε ἁλώνι (ἄνω κάτω)Ἤπ. Ἔχω τ΄ἄλογα’ςτ΄ἁλώνι (ἔχω ἐργασίαν χρήζουσαν συνεχοῦς ἐπιβλέψεως)Πελοπν. Τὸν ἐδέχτηκε σὰν τὴ βροχὴ ΄ς τ΄ἁλώνι (τόν ὑπεδέχθη ψυχρῶς)Ἤπ. Τὸ ἔχει αὐλὴ κι̮ ἁλώνι (ἐνν. τὸ σπίτι ἢ τὸ κτῆμα, ἤτοι ἔχει ἐλευθέραν εἴσοδον εἰς αὐτό, εἰσέρχεται μὲ θάρρος)Πελοπν. (Ἀρκαδ.)Γυρίζει σὰν τ΄ἄλογο ‘ς τ΄ἁλώνι (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς ἐργαζομένου καὶ δὴ μονότονον χειρωνακτικὴν ἐργασίαν)Πελοπν. (Καλάβρυτ.)Θέλει νὰ μ’ἔχῃ σὰν τὸ ἄλογο ‘ς τ’ἁλώνι (νὰ μὲ ἐκμεταλλεύεται πρὸς ἴδιον ὄφελος)Πελοπν. (Λάστ.)Κάνει ἁλώνι μὲ τὴ μύτι του (ἐπὶ τοῦ μεθύοντος)Κρήτ. || Παροιμ. ‘Σ τ’ἁλώνι φαίνεται ἡ πομπὴ τοῦ ζευγολάτη (ἐπί τοῦ ἐλεγχομένου διὰ τὰς ἐργασίας του, ὅταν ἐπιστῇ ὁ κατάλληλος χρόνος)Πελοπν. (Λακων.)‘Σ σ΄ἁλώνιν ἀτ΄νὲ βρέ΄ νὲ ονιζ΄(εἰς τὸ ἁλώνι του οὔτε βρέχει οὔτε χιονίζει. Ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ πᾶν τὸ μὴ ἀναφερόμενον εἰς αὐτὸν)Κερασ. Μικρὸ μικρὸ τ΄ἁλώνι σου καὶ νά ΄ν΄μοναχικό σου (ἐπιδίωκε τὴν αὐτάρκειαν καὶ τὴν σταθερὰν ὠφέλειαν)Κρήτ. Κάλλι̮ο λόγι̮α ‘ς τὸ χωράφι|παρὰ μάγγανα ‘ς τ’ἁλώνι (προτιμοτέρα κατόπιν συζητήσεως συμφωνία εἰς τὴν ἀρχὴν παρὰ φιλονικία εἰς τὸ τέλος)Πελοπν.(Κλουτσινοχ.)Ἡ λ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἁλώνι ἢ Ἁλώνια, Δύο-Τρία-Πέντε Ἁλώνι̮α, Μεγάλο-Μικρὸ Ἁλώνι, Παλαιὸ-Νέο Ἁλώνι, Ἀπάνω-Κάτω-Πέρα Ἁλώνι πολλαχ. Μετά τινος δὲ προσδιορισμοῦ κυρίου ὀνόματος ἢ ἐπωνύμου, οἶον: Τοῦ Γι̮άννη-τοῦ Κώστα-τοῦ Παππᾶ τ΄Ἁλώνι κττ. κοιν. Συνών ἁλωνεύτρα (ἰδ. ἁλωνευτὴς 1 β) . β)Ὁ χῶρος τοῦ ἐλαιοτριβείου, εἰς τὸν ὁποῖον ἀποθλίβονται αἱ ἐλαῖαι Εὔβ. Κέρκ. Κίμωλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)Σάμ. κ.ἀ. Συνών. κατωλίθι. γ)Χῶρος ὁμαλὸς σχήματος ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου μὲ ἔδαφος συμπαγές, εἰς τὸν ὁποῖον ἐκτίθεται ἡ σταφὶς πρὸς ἀποξήρανσιν Κορινθ. δ)Ὁ περὶ τό φρέαρ διὰ πλακῶν στρωμένος χῶρος Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Τὸ π΄γάδ΄θέ. νά ΄΄ τρανὸ ἁλώ΄ ε) Πλατεῖα βαθμὶς περιστροφικῆς κλίμακος εἰς τὸ μέρος, ὄπου γίνεται ἡ στροφὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.)ς)ὑπαίθριος χῶρος, εἰς τὸν ὁποῖον σωρεύεται τὸ πλεονάζον ἅλας, ὅταν πληρωθοῦν αἱ ἀποθῆκαι Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ζ)Ἀναπεπταμένη ἔκτασις, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκτίθενται πρὸς ἀποξήρανσιν τὰ εἴδη τῆς πλινθοποιίας Ἀθῆν. η)Ὁ πλατὺς χῶρος ὀδόντος τραπεζίτου Στερελλ. (Αἰτωλ.) : M΄χάλασι τ΄ἁλώ΄ἀπ’ ἕναν τραπιζίτ΄. θ)Ὁ περὶ τὴν σελήνην νεφελώδης κύκλος Νάξ. (Φιλότ.)Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ.)κ.ἀ.: Ἁουώνι ἔχει τὸ φεgάρι καὶ θά ‘χωμενε ἀέρα Φιλότ. Τὴν αὐτὴν σημ. εἶχε καὶ παρὰ τοῖς ἀρχ ἡ λ. ἅλως. Ἰδ. Θησαυρ. ι)Τὸ ἐσωτερικὸνὑπὸ τὸν φλοιὸν κοίλωμα τοῦ βραστοῦ ᾠοῦ Ἤπ. ια)Παιδιὰ κατὰ διαφόρους τρόπους παιζομένη, ἡ ὁποία ὠνομάσθη οὔτω ἀπὸ τοῦ χαρασσομένου ἢ τῶν χαρασσομένων εἰς τὸ ἔδαφος ὁμοκέντρων κύκλων Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)Θεσσ. (Καρδίτσ.)Πελοπν. (Γορτυν.)κ.ἀ. 2)Τὰ ἁλωνιζόμενα σιτηρὰ (ἐκ τοῦ περιέχοντος τὸ περιεχόμενον)Κύθν. Πελοπν. (Φεν. κ.ἀ.)Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)κ.ἀ. : Ἐπάλευα μὲ καμπόσο ἁλώνι (κατεγινόμην εἰς τὸ ἁλώνισμα ποσοῦ τινος σίτου)Φεν. || Φρ. Σηκώνω τ΄ἁλώνι (μετὰ τὸ ἁλώνισμα συλλέγω τὸν καρπὸν)Κύθν. Τὰ καλὰ τὰ βούδ ὀγλήγορα κόφ΄ν τ΄ἁλών΄ Χαλδ. 3)Ἡ πρᾶξις τοῦ ἁλωνίσματος Κύθν. Πελοπν. (Σουδεν.)κ.ἀ.: Ἔχω ἁλώνι ταχεὰ Σουδεν. Γλυτώσανε τ΄ἁλώνια (ἐτελείωσεν τὸ ἁλώνισμα)Κύθν. Συνών. ἁλωνειά, ἁλώνεμα, ἁλώνισμα, ἁλωνισμός. 4)Ὁ καιρὸς τοῦ ἁλωνίσματος, συνήθως κατὰ πληθ. Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.)Στερελλ. (Αἰτωλ.)κ.ἀ.: Nὰ μοῦ δώσῃς, γείτονα, τέσσερες καβάθες γέννημα καὶ΄ς τ΄ἁλώνι̮α θὰ σοῦ τὸ δώσω ἀναπεdι̮άρικο (ἀντὶ τεσσάρων μεριδίων θὰ σοῦ δώσω πέντε)Μάν. Σ΄τό ‘δουσα τοὺ σ΄τάρ π΄σ΄χρώσταγα, ΄ς τ΄ἁλώ΄ νὰ ματαχαλέψ’ (σοῦ τὸ ἔδωσα τὸ στάρι ποῦ σοῦ χρεωστοῦσα εἰς τὸν καιρὸν τοῦ ἁλωνίσματος νὰ ζητήσῃς πάλιν)Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Νάξ. τοῦ 1765.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA