ἁλώνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλώνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁλώνισμα τὸ, κοιν. καὶ Καππ. ἁλώ’σμα βόρ. ἰδιώμ. ἁλώνισμαν Πόντ. (Κερας. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)ἁλώνιγμαν Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁλωνίζω.

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Τὸ νὰ ἁλωνίζῃ τις, ἡ πρᾶξις τοῦ ἁλωνίσματος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) :Ἀπάν’ ‘ςσ’ ἁλώνισμαν εὗρε με (μὲ ηὗρε κατά τὸν χρόνον τοῦ ἁλωνίσματος)Χαλδ. Ἔχουμε ἁλωνίσματα Πελοπν. Συνών. ἁλωνε͜ιά, ἁλώνεμα, ἁλώνι 3, ἁλωνισμὸς 1.2)Λίκμησις, λίχνισμα Πελοπν. (Λακων.) Β)Μεταφ. 1)Διασκόρπισις Πελοπν.(Ἀρκαδ.) : Τοὺς ἔκαν’ ἕν’ ἁλώνισμα δυνατό(τοὺς διέλυσε, τοὺς διεσκόρπισε) . 2)Ἀταξία, σύγχυσις Ἤπ. Συνών. ἀνακάτωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/