ἀμαγίσσωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαγίσσωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμαγίσσωτος ἐπίθ. ἀμάισσωτος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ἐπίθ. *μαγισσωτὸς < μαγισσώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καταληφθεὶςὑπό μαγισσῶν ἤτοι ἐξωτικῶν πνευμάτων, ὁ μή προσβληθείς ὑπὸ σεληνιασμοῦ ἤ μανίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA