Ἀμαζόνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀμαζόνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Ἀμαζόνα ἡ, Θήρ. Κεφαλλ. (Σἀμ.)Κῶς Πελοπν. (Μάν.)— Λεξ. Ἐλευθερουδ. Ἀμαζ-ζόνα Χίος (Καρδάμ.)Ἀματζόνα Σύμ. Ραμαζόνα Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.)Ραμαζοῦ Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐθνικοῦ ὀν. Ἀμαζών. Ὁ τύπ. Ραμαζόνα προῆλθε πιθανώτατα ἐκ τοῦ *Ναμαζόνα, ὅπερ ἐκ τοῦ τὴν Ἀμαζόνα ἐκ τοῦ κακοῦ χωρισμοῦ (Κατὰ GMeyer Neugr. Stud. 4.75 έκ τοῦ Ίταλ. rombazzo=μέγας θόρυβος) . Τὸ Ραμαζοῦ προῆλθεν ἐκ τοῦ Ραμαζόνα κατὰ τὸ συνών. φαγοῦ κ.α. Περί Ἀμαζόνος πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,131

Σημασιολογία

1)Ἡ μυθικὴ Ἁμαζὼν Κεφαλλ. (Σάμ.)Πελοπν. (Μάν.) : Σὰν Ἀμαζόνα εἶναι (ἐπὶ ρωμαλέας καὶ εὐσώμου γυναικὸς)Σάμ. 2)Γυνὴ εὔσωμος, ρωμαλέα καὶ θαρραλέα Θήρ. Κῶς Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ)Σύμ. Χίος(Καρδάμ.)— Λεξ. Ἐλευθερουδ..:Αὐτὴ -- ἔν’ μιὰ Ἀμαζ-ζόνα (Αὐτὴ -- ἔν’=αὐτὴ εἶναι)Καρδάμ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. Ἀλαμάνος 53)Γυνὴ πολυφάγος Πελοπν.(Βούρβουρ. κ.ἀ.)Συνών. φαγοῦ (ἰδ. φαγᾶς) . 4)Γυνὴ πολυλόγος Πελοπν. Συνών. γλωσσοῦ (ἰδ. γλωσσᾶς) , λογοῦ (ἰδ. λογᾶς)5)Γυνὴ πολύτροπος Θήρ. 6)Γυνὴ κακὴ Χίος (Καρδάμ.)Συνών. κακογυναῖκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/