ἄμαλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμαλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄμαλλος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)Δαρδαν. Ζάκ. Θρᾴκ. (Γέν. Καλλίπ. Σαρεκκλ.)Μεγίστ. Προπ.(Κύζ.)— Λεξ.Λάουνδ. ἄμαλλους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ.(Καταφύγ. Σαρμουσ. κ.ἀ)ὄμαλλους Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄμαλλος.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἐστερημένος τριχῶν, ἄτριχος, φαλακρός ἔνθ. ἀν. Παροιμ. Ηὗραν ἑ ἄμαλλες μαλλι̮ὰ τσ΄ἑ ἄπλυτες σαπούνι̮α, ηὗραν τς΄ἑ ἀμανίκωτες μανίτσες τς΄ἐφορέσαν (ἐπὶ ἀνθρώπων ἀναξίων ἤ κατωτάτης κοινωνικῆς τάξεως ἀπροσδοκήτως πλουτησάντων ἐκ κληρονομίας ἤ ὁπωσδήποτε ἄλλως)Μεγίστ. || Αἰνίγμ. Ἄμαλλος μαλλὶ δὲν ἔχει, κόλο ἔχει, οὐρὰ δὲν ἔχει(βάτραχος καὶ ᾠόν. Τὸ αἴνιγμ. ἐν παραλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ)Δαρδαν. Ἄμαλλους μαλλὶ δὲν ἔ΄ κὶ τρυπᾷ τ΄γῆκὶ βγαί΄(κοχλίας)Καταφύγ. 2)Μεταφ. πτωχὸς Μεγίστ. Πβ. ἀμάλλι̮αστος, ἀμάλλωτος, ἄτριχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA