ἀμάννωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάννωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάννωτος ἐπίθ. Πόντ.(Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαννωτὸς < μαννώνω.
Σημασιολογία
Ὁ στερούμενος μητρός, ἀμήτωρ ἔνθ. ἀν.: Γνωμ. Ἀκύρωτος κι̮ ἀμάννωτος καὶ ὀρφανός ΄ςσὸν κόσμον (ἐπὶ πλήρους ορφανίας)Σάντ. Συνών. πεντάρφανος Πβ. ἀκύρωτος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA