ἀμάντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμάντα ἡ. Κύπρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς έκ τοῦ Γαλλ. amende = χρηματικὴ ποινή. Πβ. ΣΜενάνδρ. ἐν Ἀθηνᾷ 12(1900)374. Ἤδη ἐν χειρογρ. τοῦ 17ου αίῶνος ἀμάντα = χάρις, ἔλεος. Ἰδ. Λαογρ. 8 (1921/5)147.

Σημασιολογία

Ἡσυχία, συνήθως μετὰ τῶν ρ. ἔχω καὶ βρίσκω: Μακάρι ν΄ ἀπέθανα νά βρεν ἡ ψυή μου ἀμάνταν! Ἐν ἔει μήτε παμὸν μήτε ἀμάνταν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/