ἀμαντάλωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμαντάλωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμαντάλωτα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀμαdάλωτα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμαντάλωτος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ ἔχῃ μανδαλώσει τις, συνήθως μετὰ τῶν ρ. ἔχω καὶ ἀφὶνω: Ἔχω άμαντάλωτα τὸ σπίτι (δὲν ἔχω μανδαλώσει τὴν θύραν τῆς οἰκίας). Ἀφίνω ἀμαντάλωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA