ἁμαξηλάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμαξηλάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁμαξηλάτης ὁ, Κύπρ. ἁμαξολάτης Κέρκ. ἁμαξουλάτης Δαρδαν. ἁμαξ’λάτ’ς Μακεδ. (Καταφύγ.) Πληθ. ἁμαξ’λάτ’ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. Οὐσ. ἁμαξηλάτης. Ὁ τύπ. ἁμαξολάτης καὶ μεταγν. Πβ. Lidell-Scott-Jones λ. ἁμαξηλάτης καὶ Γχατζιδ. ΜΝΕ 1,245. Ὁ πληθ. ἁμαξ’ λάτ’ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἁμαξηλάτοι κατὰ τὰ εἰς –ᾶτος.
Σημασιολογία
Ἁμαξηλάρις, ὅ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἀντὶς νὰ τρίζῃ τ’ ἁμάξι τρίζει ὁ ἁμαξουλάτης (ἀντὶ τοῦ πάσχοντος διαμαρτύρεται ὁ οὐδὲν παθών. Ἐπὶ τοῦ ἀδίκως μεμωιμοιροῦντος. Συνών. παροιμ. ἀντὶ νὰ μουγγήςῃ τὸ βόδι μουγγᾷ τ’ ἁμάξι. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,323) Δαρδαν. || ᾎσμ. Χαρίζω ταὶ τοῦ νε̮όγαμπρου ἕναν καλὸν ζευκάριν ἁμάξιν σιερότροχον μὲ τὸν ἁμαξηλάτην Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA