ἁμάξι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμάξι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁμάξι τὸ, ἁμάξιν Κύπρ. Χίος ἁμάξι κοιν. ἁμάξ’ βόρ. ἰδιώμ. ἁμάξ’ Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Μισθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁμάξιον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ὄχημα πρὸς μεταφορὰν πραγμάτων ἢ ἀνθρώπων συρόμενον ὑπὸ βοῶν ἢ ἵππων κοιν. Καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Μισθ.): Πῆρα ἕνα ἁμάξι νὰ πάω ‘ςτὸ σταθμὸ κοιν. Τὸ φόρτωμαν τοῦ ἁμαξι̮οῦ Κύπρ. Τοῦ ‘πε τὰ ἕξι ἁμάξι̮α (τὸν καθύβρισε. Ἐν τῇ φρ. παρετυμολογήθη. Τὸ ἐξ πρὸς τὸ ἕξι, ἀντὶ τὰ ἐξ. ἁμάξης. Πβ. ἅμαξα καὶ Αχατζῆν ἐν Ἐπετ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 7 <1930> 238). Τοῦ φώναξι τὰ ἕξ’ ἁμάξι̮α Ἤπ. (Ἰωάνν.) || Παροιμ. Ὁ τοῦρκος ‘πὲ τἀ ἁμάξ’ πι̮άν’ τὸ λαγὸ (διὰ τῆς ἐπιμονῆς ἐπιτυγχάνει τις καὶ ὑπερνικᾷ μεγάλας δυσκολίας) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ. ἀ. ἀντὶ νὰ τρίζῃ ὁ ζυγὸς τρίζει τ’ ἁμάξι (ἰδ. συνών. παροιμ. ἐν. λ. ἁμαξάρις, ἁμαξηλάρις, ἁμαξηλάτης) Νπολίτ. Παροιμ. 2,322,|| Αἴνιγμ. Ἁμάξι σιδεράμαξο καὶ σιδεροτροχᾶτο ἁμάξι ἀρκουδόροφο καὶ φιδοκεφαλᾶτο (ἡ χελώνη) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) || ᾎσμ. Γυρίζ’ ὁ νοῦς μου ‘πάνω της σὰν τὸν τροχὸν ‘ςτ’ ἁμάξιν Κύπρ. Συνών. ἀραμπᾶς. β) Φορτίον ὅσον χορεἶ μία ἅμαξα Εὔβ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἀγόρασε δυ̮ὸ ἁμάξι̮α ξύλα Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Ποῦ νά ‘βρω ἁμάξι τὸ κερί, ἁμάξι τὸ λιβάνι Καὶ τὰ βουβαλοδέρματα νὰ κουβαλῶ τὸ λᾴδι; (Πβ. ΑΧατζῆν ἐν Ἐπετ. Ἑταιρ. Βυζαντ. Σπουδ. 7 <1930> 238) Εὔβ. Συνών. ἁμαξε̮ά, ἀραμπαδε̮ά. 2) Αὐτοκίνητον σύνηθ. 3) Ὁ ἀστερισμὸς τῆς Μεγάλης Ἄρκτου, ἀρχ. ἅμαξα Σκίαθ. — Λεξ. Βυζ. Πβ. Νπολίτ. Μελέτ. 15 Πβ. ἅμαξα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA