ἁμαρτεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁμαρτεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁμαρτεύω Κάρπ. Κεφαλλ. ἁμαρτεύκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν ἁμαρτέυω.

Σημασιολογία

1) Ἁμαρτάνω, παραβαίνω τὰς θείας ἐντολὰς Κύπρ. 2) Συγγίγνομαι, συνουσιάζομαι Κάρπ. Κεφαλλ.: ᾎσμ. Κ’ ἐρέχτηκα κ’ἐφίλησα κ’ ἐμάρτεψα μετ’ ἔτης (αὐτῆς) Κάρπ. Πβ. ἁμαρτάνω, ἁμαρτωλώνομαι

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/