ἁμάρτημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁμάρτημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁμάρτημα τό, πολλαχ. ἁμάρτημαν Κύπρ. Πληθ. ἁμάρτημα Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ οὐσ. ἁμάρτημα διὰ τῆς ἐκκλησίας εἰσελθὸν εἰς τὴν δημώδη γλῶσσαν.

Σημασιολογία

Παράβασις τῶν ἐντολῶν τῆς θρησκείας καὶ τῶν διατάξεων τῆς ἐκκλησίας ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ ἑφτὰ θανάσιμα ἁμάρτηματα Ἀθῆν. Δὲν εἶναι δικό μου τὸ ἁμάρτημα αὐτόθ.|| ᾎσμ. Τ’ ἁμάρτημά μου ᾿ναι πολλὰ | καὶ δὲν τὰ ξανακάνω πλε̮ὰ (ὁ πληθ. ἁμάρτημα ἀντὶ ἁμαρτήματα ἀπαντῶν ἐν τᾦ ᾄσματι πιθανῶς κατ’ ἀνάγκην μετρικήν) Λάστ. Συνών. ἁμαρτία 1, ἁμαρτοσύνη, ἁμαρτωλία, κρῖμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/