ἀμασκαλοβύζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμασκαλοβύζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμασκαλοβύζα ἐπίθ. θηλ. ἀμαρτ. μασκαλοβύζα Εὒβ. Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ. Ƅασκαλοβύζα Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμασκάλη καῖ βυζί

Σημασιολογία

Ἐκείνης τῆς ὁποίας οι μαστοί ἀρχίζουν ἀπό τὰς μασχάλας και διίστανται, ἐπί γυναικός, συνεκδοχικῶς δέ καί ἐπί αἰγός, τῆς ὁποίας οἱ μαστοἰ εἶναι βραχεῖς καὶ οἱονεί προσεκολλημένοι εἰς τούς μηρούς

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/