ἀμασκαλωσι̮ὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμασκαλωσι̮ὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμασκαλωσι̮ὰ ἡ, ἀμάρτ. μασκαλωσία Πελοπν. (Καρδαμ.) μασκαλωσι̮ὰ Πελοπν. (Καρδαμ.) μασκαλουχία Πελοπν. (Λακων.) μασκαλουχι̮ὰ Πελοπν. (Λακων.) ἀμασκαλουσία Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀμασκαλώνω. Ὁ τύπ. Μασκαλουχία ἐκ τοῦ μασκαλουσ̑ία κατὰ τροπὴν τοῦ δασέος σ̑ εἰς χ. Πβ. καὶ ΧΠαντελίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 34 (1922) 144.
Σημασιολογία
144. 1) Μασχάλη Πελοπν. (Μάν.) 2) Ὑπώρεια ὄρους Πελοπν. (Μάν.): Ἡ μασκαλωσι̮ὰ τοῦ βουνοῦ. 3) Κοιλᾶς Πελοπν. (Λακων.) Πβ. ἀμασκάλι 1. 4) Ποσότης ὅση χωρεῖ ὑπὸ τῆν μασχάλην Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Μία ἀμασκαλουσία ξύλα Μάν. Συνών. ἀμασκαλε̮ά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA