ἀμάτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάτωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)ἀγομάτωτος Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ματωτὸς < ματώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ ρυπανθεὶς δι᾿αἵματος, ἀναίμακτος ἔνθ᾿ἀν.: Μύτι ἀμάτωτη σύνηθ. Ἀγόματωτα εἶναι τὰέρ μ᾿ Ὄφ. Ἀγομάτωτος ἐξέβεν αὐτόθ. Τὸ μυτί μ᾿ἀμάτωτονἔν᾿Τραπ. β) Ὁ ἄνευ αἵματος, ἀδύνατος σωματικῶς, ἰσχνός, καχεκτικὸς Πελοπν. (Λακων.)— Λεξ. Κομ. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ χύσας τὸ αἶμα τοῦ ἐχθροῦ Πελοπν. (Λακων.)Πβ. ἀγδίκ͜αιωτος, ἀδίκ͜αιωτος, ἀσκότωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA