ἄμαχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμαχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄμαχα ἐπίρρ. Ζάκ. Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Κάμπος Λακων. Κουτήφαρ. Μάν. κ. ἀ.)— Λεξ. Δεὲκ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμαχος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἡσύχως, ἀθορύβως ἔνθ᾿ἀν.: Φρ. ἄμαχα κιˬ ἀτάραχα Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Κουτήφαρ. Μάν. κ. ἀ.)Ἄμαχα κιˬ ἀτάραχα καὶ καλῶς σᾶς ηὕραμε (ἐνν. διὰ τὴν ἀπουσίαν κυνὸς ἤλθομεν ἀθορύβως)Κουτήφαρ. Πβ. ἀμίλητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA