ἀμάχεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάχεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμάχεμα τό, Ζάκ. ἀμάχεμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀμαχεύω. Ἡ λ. καὶ παρά Βλάχ. Παρὰ Κομ. Λάουνδ. ἀμάχευμα.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ δίδῃ τις πρᾶγμά τι ὡς ἐνέχυρον Κύπρ. — Λεξ. Κομ. Συνών. ἀμανάτεμα. 2)Δήμευσις, κατάσχεσις πράγματός τινος Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA