-αμεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-αμεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-αμεˬὰ κατάλ. παραγωγικὴ -αμέα ἀγν. τόπ. -αμεˬὰ πολλαχ. -αμία Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἡ κατάλ. ἀπεσπάσθη ἀπὸ τοῦ μεσν. οὐσ. καλαμέα, ὅπερ παρὰ τὸ ἀρχ. οὐσ. καλάμη, καὶ ἀπὸ τῶν συνθ. ἀποκαλαμεˬά, βριζοκαλαμεˬά, γεννημοκαλαμεˬά, κριθαροκαλαμεˬά, σιταροκαλαμεˬά. Διὰ τὴν τοιαύτην παραγωγὴν τῶν εἰς -εˬὰ πβ. τὰ ἀρχ. καὶ μεταγν. σίδη - σιδέα, φιλύρα - φιλυρέα κττ. Ἰδ BLangkavel Botan. spät. Griechen 124 καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,198 καὶ 205. Ὁ τύπ. -αμία ἐκ τοῦ -αμέα. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 198 κἑξ. καὶ ΑΧατζῆν ἐν Byzant. -Neugr. Jahrb. 9 (1930/2)72.
Σημασιολογία
Δι᾿αὐτῆς σχηματίζονται 1)Ὀνόματα δηλοῦντα τὴν καλάμην δημητριακῶν καρπῶν καὶ ὀσπρίων, οἶον: ἀραποσίτι - ἀραποσιταμεˬά, βρίζα - βριζαμεˬά, βρόμη - βρομαμεˬά, κεχρί - κεχραμεˬά, κουκκὶ - κουκκαμεˬά, κριθὴ - κριθαμεˬά, κριθάρι - κριθαραμεˬά, ρεβίθι - ρεβιθαμεά, ρόβι-ροβαμεˬά, σιτάρι - σιταραμεˬά, φακῆ-φακαμεˬά, φασούλι-φασουλαμεˬὰ κττ. 2) Ὀνόματα δηλοῦντα τὴν περιέχουσαν πρᾶγμά τι χώραν, ἐν τῇ ἀνατομικῇ, οἶον: νεφρὸς - νεφραμεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA