ἀμέθυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμέθυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμέθυστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.)ἀμέθυστε Τσακων. ἀμέθιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.)ἀμέθ᾿ γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ, ἀμέθυστος. Τὸ ἀμέθ᾿ γους ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀμέθιγος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ μεθυσθείς, νηφάλιος κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ. )Τσακων. : Ὅλ᾿ἐμέτσανε, ἐγὼ μονάχον ἀμέθυστος εἶμαι (ἐμέτσανε = ἐμέθυσαν)Τραπ. Τοὺ τελευταῖοι δύο μῆγοι ποτὲ δὲν -- ὡράκα ἀμέθυστε τὸ μακαρίτα (τοὺς τελευταίους δύο μῆνας οὐδέποτε εἶδον ἀμέθυστον τὸν μακαρίτην)Τσακων. || Φρ. Τὴν ἀμέθυστη ζωή μου νὰ τήν ἔχουν οἱ ἐχτροί μου (σκωπτικῶς, ἐπὶ τῶν συχνάκις μεθυσκομένων)Θήρ. 2)Ὁ μὴ ἀγαπῶν τοὺς πότους Ἰων. (Κρήν.)3)Ὡς οὐς., πολύτιμός τις λίθος λόγ. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA