ἀμέντε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμέντε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀμέντε ἐπιρρ. Ζάκ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Δαμαρ. Κινίδ. Τρίποδ. Φιλότ.)Παξ. ἀμέdε Θήρ. Ἰθάκ. Κρήτ. Νάξ (Ἀπύρανθ.)Σῦρ. κ. ἀ. ἀμέdες Κρήτ. ἀμέντι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)ἀμέdι Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς Ίταλ. φρ. α mente. Πβ. ΛΖώη Λεξ. Ζακ. έν λ. Ὁ τύπ. ἀμέdες ἐκ τοῦ ἀμέdε σου ἕνεκα κακοῦ χωρισμοῦ παρεκταθείς κατ᾿ἄλλα ἐπιρρήματα. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910/1)80 κἑξ.

Σημασιολογία

Κατὰ νοῦν, συνήθως μετὰ τῶν ρ. βάζω ἢ βάνω, ἔχω καὶ παίρνω ἔνθ᾿ἀν.: Βάνω ἀμέντε (ἐνθυμοῦμαι)Τρίποδ. Βάζω ἀμέdε Θήρ. Δὲ μοῦ πῆε ἀμέdε πῶς θὰ μοῦ τὴν κατάφερνε ἔτσι (δὲν ἐνόησα κτλ.)Ἰθάκ. Ἤβαλ᾿ἀμέdε (ἐπρόσεξα)Κρήτ. Πᾶρε τ᾿ἀμέντε σου (πᾶρε το κτλ., ἢτοι πρόσεχε)Ζάκ. Νά᾿χῃς τ᾿ἀμέντε σου (πᾶρε το κτλ., ἢτοι πρόσεχε)Ζάκ. Νά᾿χῃς τ᾿ἀμέdε σου (συνών. τῷ προηγουμένῳ)Θήρ. Κρήτ. Βάνω τ᾿ἀμέντε μου (ἐντείνω τὴν προσοχήν μου)αὐτόθ. Δὲν τὸ βάλαμε ἀμέdι τσαὶ τὸ κλέψανε (δὲν τὸ ἐπροσέξαμεν κτλ.)Κύθν. Ἔχε ἀμέντι μὴ σοῦ πάρουνε τίποτες Ἀργυρᾶδ. Τό᾿χω ἀμέdε μου Κρήτ. Δὲ dό ᾿ χω ἀμέdες βαρμένο αὐτόθ. Συνών. προσαμέντε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/