ἀμέριμνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμέριμνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀμέριμνα ἐπίρρ. λόγ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀμέριμνα. Πβ. Θυσ. Ἀβραὰμ. 4 (ἔκδ. ELegrand)«ξύπνησε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ξύπνησε πιστεμένε, | καὶ νὰ κοιμᾶσαι ἀμέριμνα τώρᾳ καιρὸς δὲν εἶναι».

Σημασιολογία

Ἄνευ μερίμνης ἢ φόβου, ἀμερίμνως πολλαχ.: Ζῶ ἀμέριμνα πολλαχ. Περπατῶ -πηδῶ ἀμέριμνα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/