ἀμήλαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμήλαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμήλαλος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ πλεοναστικοῦ στερητ. ἀ- καὶ τῆς φρ. νὰ μὴ λαλῇ (πβ. ΔΟἰκονομίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 36 <1924> 307 καὶ 38 <1926> 113 - 114)ἢ ἐκ συμφύρ. τῶν ἐπιθ. ἄμιλος καὶ ἄλαλος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὁμιλῶν, ἄλαλος, ἄφωνος: Παροιμ. Ἄλαλος κιˬ ἄμήλαλος καὶ γαλενὸν ποτάμιν (ἐπὶ ὑπούλου καὶ ὑποκριτοῦ. γαλενὸν = ἥσυχον) . Συνών. ἄγλωσσος, ἀλάλητος Β1, ἄλαλος 1, ἀμίλητος Α1, ἄμιλος, μουγγός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/