ἀμίλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμίλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμίλι τὸ, Ἤπ. (Δρόβιαν.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Οἴκημα, ξενὠν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδεχοντο τοὺς κυβερνητικοὺς ὑπαλλήλους πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς επὶ τουρκοκρατίας καὶ σήμερον τοὺς διερχομένους ξένους. Συνών. ἀμιλικό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA