ἀμίμητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμίμητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀμίμητα ἐπιρρ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμίμητος Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Κατὰ τρόπον ἀνεπίδεκτον μιμήσεως, ἀνυπέρβλητον, συνήθως εἰς τὴν θεατρικὴν γλῶσσαν: Ἔπαιξεν ἀμίμητα τὸ μέρος του σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA