ἁμμαζώνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁμμαζώνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁμμαζώνα ἡ, Καππ. (Ποτάμ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Χαλδ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἀρχ. οὐσ. ἅμμα καὶ ζώνη. Ἐπισκοτισθείσης τῆς σημ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅμμα πρὸς μείζονα σαφήνειαν ἔγινε νέα σύνθεσις. Πβ. ἁλάρμη, ἁλατάρμη καὶ ΝΔεκαβάλλ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ἀρχ. 93.

Σημασιολογία

1) Ζώνη ἐπερραμμένη εἰς γυναικεῖον ἔνδυμα πρὸς σύσφιγξιν αὐτοῦ Καππ. (Ποτάμ.) 2) Εἶδος γυναικείου ἐνδύματος κατασκευαζομένου συνήθως ἐκ τριχάπτου καὶ περιβάλλοντος τὸν κορμὸν Καππ. (Ποτάμ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Χαλδ.) κ. ἀ. : Ἐξέγκε τὰ ἐντερία κ᾿ ἐφόρεσε τὸ πόι καὶ τὴν ἁμμαζώνα (ἐξέγκε =ἐξέβαλε. ἐντερία = ἀντεριˬά, δι᾿ ὅ ἰδ. ἀντερὶ) Κοτύωρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/